- μεθυσοκότταβος
- μεθυσοκότταβοςdrunk with cottabus-playingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεθυσοκότταβος — μεθυσοκότταβος, ον (Α) αυτός που μεθοκοπάει κατά το παιχνίδι τού κοττάβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυσος + κότταβος «είδος παιχνιδιού» (πρβλ. ψηλαφησι κότταβος)] … Dictionary of Greek
μεθυσοκότταβοι — μεθυσοκότταβος drunk with cottabus playing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότταβος — Παιχνίδι δεξιοτεχνίας κατά την αρχαιότητα, το οποίο πιθανώς προήλθε από τη Σικελία. Ήταν πολύ συνηθισμένο στα συμπόσια του 4ου και του 5ου αι. π.Χ., καθώς συμμετείχαν σε αυτό ακόμη και εταίρες. Σκοπός του παίκτη ήταν να ρίξει το κρασί που είχε… … Dictionary of Greek